- ξυλόκολλα
- η столярный клей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλοκόλλα — ξυλοκόλλᾱ , ξυλοκόλλα glue for wood fem nom/voc/acc dual ξυλοκόλλᾱ , ξυλοκόλλα glue for wood fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόκολλα — η (Α ξυλοκόλλα) κόλλα που χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση ξύλων … Dictionary of Greek
ξυλόκολλα — η κόλλα για τη συγκόλληση ξύλων, αλλ. ψαρόκολλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυλοκόλλαν — ξυλοκόλλᾱν , ξυλοκόλλα glue for wood fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
ξηροκόλλα — ξηροκόλλα, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «σύνθεσίς τις παρὰ τοῑς χρυσουργοῑς» 2. ξυλόκολλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κόλλα] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek